υδροθειικός

υδροθειικός
-ή, -ό
που παράγεται από την ένωση θείου και υδρογόνου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδροθειικός — ή, ό, Ν φρ. «υδροθειικό οξύ» χημ. γενική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδρόθειου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hydrosulfuric < hydro (< υδρ[ο ]) + sulfuric «θειικός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”